- ζῶσα
- ζάωpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ζώννυμιgirdaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζώσας — ζώσᾱς , ζάω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ζώσᾱς , ζάω pres part act fem gen sg (doric) ζώσᾱς , ζώννυμι gird aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῶσ' — ζῶσα , ζάω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ζῶσι , ζάω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ζῶσι , ζάω pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) ζῶσι , ζάω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ζῶσαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
Успение Богородицы — Икона Феофана Грека Тип христианский, в … Википедия
PECUARIA Res seu Pastio — ζῶσα γεωργία, viva Agricultura, dicta Aristoteli Polit. l. 1. c. 8. cum Agricultura primitus coniuncta fuit. Unde varro de R. R. l. 3. c. 1. Agricultura primo indiscreta fuit. quod a Pastoribus quierantorti, in eodem agro et serebant et pascebant … Hofmann J. Lexicon universale
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
λεκτικοποιώ — διατυπώνω με λέξεις κάτι το εσωτερικευμένο στην ψυχή μου, εκφράζω σε ζώσα γλώσσα κάτι που νιώθω μέσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. γαλλ. verbaliser (< verb «ρήμα, λόγος, λέξη»)] … Dictionary of Greek
παμψυχισμός — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία κάθε ύλη είναι όχι μόνο ζωντανή (υλοζωισμός), αλλά έχει και ψυχικές ιδιότητες ανάλογες προς εκείνες του ανθρώπινου πνεύματος. Ο π. είναι πολλών τάσεων, με κυριότερες τον ιδεαλιστικό και τον πανθεϊστικό.… … Dictionary of Greek
σπαταλώ — σπαταλῶ, άω, ΝΜΑ [σπατάλη] νεοελλ. δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά») μσν. αρχ. ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ) αρχ. φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν… … Dictionary of Greek